Η συνταγή της ημέρας:
- Μολύβι σε χαρτί ακουαρέλας
- Kαλά αρεωμένα ακρυλικά σε νερό, για washes
- ψιφιακές εικόνες (patterns φτιαγμένα εξαρχής στο pshop)
- φίλτρα
- Οριγκάμι φτιαγμένα στο χέρι και σκαναρισμένα
Ψήσιμο στο photoshop γύρω στις τέσσερεις ώρες σε χαμηλή θερμοκρασία.
Σερβίρεται συμπιεσμένο σε αρχείο jpg.
Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010
Αναμνηστική Φωτογραφία
Mε την ένδειξη κατεπείγον, και εντελώς εμβόλημα, πριν την προγραμματισμένη μου ανάρτηση, σας στέλνω αυτή την, βασισμένη σε φωτογραφία, δουλειά, ενθύμιο από το 2005.
Πρόκειται για τους πρωταγωνιστές του φιλμ "Ιl giardino dei Finzi Contini" του Vittorio de Sica, από το ομώνυμο βιβλίο του Giorgio Bassani.
"Σκόνταψα" πάνω στην φωτογραφία και χωρίς να ξέρω τίποτα για τα υπόλοιπα έπεσα με τα μούτρα, πάνω σ'αυτό το σκληρό κομμάτι ακουαρέλας, πολλών γραμμαρίων. Όχι όμως αρκετών ν'αντισταθούν στα αλλεπάλληλα κύματα σινικής μελάνης που το έλουζαν για περίπου τριάντα μέρες.
Αν και σήμερα που το βλέπω, το στίσιμο θα μπορούσε να είναι και από κάποιο editorial περιοδικού μόδας, δεν παύω να κρατώ την αίσθηση που είχα αρχικά, αυτήν μιας φωτογραφίας από κάποιο οικογενειακό άλμπουμ.
Δύο χρόνια μετά, σε μία παρουσίαση του βιβλίου " Του φιδιού το γάλα", ο συγγραφέας, Γ.Ξανθούλης, μας εξομολογείται την αγάπη του για "τον κήπο των Finzi Contini" και την επίδρασή του στο δικό του βιβλίο.
Στην πρώτη σελίδα του "Φιδιού", πριν την εισαγωγή, βρίσκω τους παρακάτω στίχους.
Πρόκειται για τους πρωταγωνιστές του φιλμ "Ιl giardino dei Finzi Contini" του Vittorio de Sica, από το ομώνυμο βιβλίο του Giorgio Bassani.
"Σκόνταψα" πάνω στην φωτογραφία και χωρίς να ξέρω τίποτα για τα υπόλοιπα έπεσα με τα μούτρα, πάνω σ'αυτό το σκληρό κομμάτι ακουαρέλας, πολλών γραμμαρίων. Όχι όμως αρκετών ν'αντισταθούν στα αλλεπάλληλα κύματα σινικής μελάνης που το έλουζαν για περίπου τριάντα μέρες.
Αν και σήμερα που το βλέπω, το στίσιμο θα μπορούσε να είναι και από κάποιο editorial περιοδικού μόδας, δεν παύω να κρατώ την αίσθηση που είχα αρχικά, αυτήν μιας φωτογραφίας από κάποιο οικογενειακό άλμπουμ.
Δύο χρόνια μετά, σε μία παρουσίαση του βιβλίου " Του φιδιού το γάλα", ο συγγραφέας, Γ.Ξανθούλης, μας εξομολογείται την αγάπη του για "τον κήπο των Finzi Contini" και την επίδρασή του στο δικό του βιβλίο.
Στην πρώτη σελίδα του "Φιδιού", πριν την εισαγωγή, βρίσκω τους παρακάτω στίχους.
" Ό,τι αγαπήσαμε στ'αλήθεια
ίσαμε τώρα,
είναι αυτοί που χάθηκαν νωρίς,
άγγελοι διάφανοι που ζουν
στην ενδοχώρα
και πίνουν το νερό πικρής πηγής.
............................................
Ίσως ποτέ να μην συναντηθούμε,
ίσως ποτέ δεν θα μιλήσουμε,
έτσι κι αλλιώς ό,τι είχαμε να πούμε
ήταν αυτό που ήταν γραφτό μας
ν'αγαπήσουμε ..."
(Ελαφρό τραγούδι του '60)
Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010
"Ένα φέρυ, διασχίζει τον Μεκόνγκ".
"Η μητέρα μου, μού λεγε κάποιες φορές ότι ποτέ, σ'όλη μου την ζωή, δεν θα ξανάβλεπα ποτάμια τόσο όμορφα, όσο τούτα, τόσο μεγάλα, τόσο άγρια, να χύνονται στους ωκεανούς, τον Μεκόνγκ και τα παρακλάδια του, αυτούς τους υδάτινους τόπους που πρόκειται να βυθιστούν σε σπήλαια ωκεανών. Στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που το βλέμα δεν φθάνει, αυτοί οι ποταμοί, κυλούν βιαστικά, χύνονται λες κι γη γέρνει".
Το μουσικό θέμα του Gabriel Yared, τα καταφέρνει περίφημα. Σε παρασύρει, όπως την νεαρή Μarguerite, το φέρυ πάνω στο οποίο διασχίζει τον Μεκόνγκ. Μία αίσθηση απεραντοσύνης και ηδιπάθειας, εφόδια για τον δρόμο.
Αν και στο παρελθόν, πρέπει να είχα πέσει πάνω σε κάποια τηλεοπτική προβολή του "l'amant" (1992) του Jean Jacques Annaud, δεν ήταν παρά το 2004, όταν μου χάρισαν μία κόπια του ομότιτλου βιβλίου της Marguerite Duras από το 1984, που το ενδιαφέρον μου για την διήγηση αυτή (λογοτεχνική - κινηματογραφική), άρχισε να μεγαλώνει.
Τον περασμένο Μάρτη, ασχολήθηκα για μία ακόμη φορά μαζί του. Και πάλι, το ίδιο μικρό απόσπασμα, που είχε τραβήξει την προσοχή μου από την πρώτη στιγμή που έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο, ήταν αυτό που, κατά κάποιο τρόπο, πάνω του αγκιστρώθηκε το νου μου.
"Ειμαι δεκαπέντε μισό, δεν υπάρχουν εποχές σ'αυτόν εδώ τον τόπο, ζούμε σε μία και μόνη εποχή, ζεστή, μονότονη, βρισκόμαστε στην μακρά, καυτή ζώνη της γης, δίχως άνοιξη, δίχως ξαναζωντάνεμα".
Η Duras επιστρέφει στα εφηβικά της χρόνια στην Σαϊγκόν της Γαλλικής Ινδοκίνας, το 1920. Βυθίζεται στο πηγάδι της μνήμης, για να ανασύρει, αισθήσεις, εντυπώσεις και την γεύση της πρώτης φοράς που έσμιξε μ'έναν άνδρα, τον άνδρα από το Cholen.
"Λέει πως είναι μόνος, τρομαχτικά μόνος μ'αυτή την αγάπη που της έχει. Του λέει πως και αυτή το ίδιο, είναι και αυτή μόνη. Δεν λέει όμως με τί. Αυτός λέει: Μ'ακολουθήσατε ως εδώ όπως θα είχατε ακολουθήσει τον οποιονδήποτε. Αυτή απαντά πως δεν μπορεί να ξέρει, πως δεν έχει ακόμα ακολουθήσει ποτέ κανέναν στην κρεβατοκάμαρα. Αυτή του λέει, πως δεν θέλει να της μιλά, πως αυτό που θέλει είναι να κάνει αυτό που συνηθίζει με τις γυναίκες, που τον ακολουθούν στην γκαρσονιέρα του. Τον εκλυπαρεί να φερθεί μ'αυτόν τον τρόπο"
Ο εραστής από το Cholen είναι κινέζος, πλούσιος και παραδωμένος. Αυτή ένα νυμφίδιο, έτοιμο ν'αφεθεί σε κάθε "αγαπημένη αίσθηση" από την μία, και ενστικτωδώς κυνικό από την άλλη.
Πίσω στην γκαρσονιέρα.
"Η βοή της πόλης είναι έντονη, στην μνήμη είναι η ανεβασμένη ένταση του ήχου ενός φίλμ, που ξεκουφαίνει. Θυμάμαι καλά, κανείς μας δεν μιλά, η κάμαρα είναι σκοτεινή, τυλιγμένη στον βαθύ αχό της πόλης, ταξιδεύει με το τραίνο της. Δεν υπάρχουν τζάμια στα παράθυρα, μόνο στόρια και περσίδες. Μέσα από τα στόρια βλέπουμε τις σκιές των περαστικών, στον ήλιο του πεζοδρόμιου. Το πλήθος είναι ατέλειωτο. Oι σκιές τους είναι ομοιόμορφα χαραγμένες από τα φύλλα των περσίδων. Ο σαματάς από τα ξύλινα σαμπό χτυπά στα νεύρα, οι φωνές διαπεραστικές, τα κινέζικα, μία γλώσσα σαν κραυγή, όπως όλες της ερήμου, είναι μία γλώσσα αβάσταχτα ξένη".
...
Oι χαραμάδες στις περσίδες και το βαμβακερό στόρι, τα σύνορα ανάμεσα στο κρεβάτι και την πόλη. Τίποτα ανθεκτικότερο δεν μας χωρίζει από τον έξω κόσμο. Αυτοί, αγνωούν την ύπαρξή μας. Εμείς αντιλαμβανόμαστε κάτι από την δική τους, το σύνολο των φωνών, των κινήσεών τους, σαν την κραυγή μίας σειρήνας, συγκοπτόμενη, θλιμμένη χωρίς ηχώ.
Οι μυρωδιές της καραμέλας φθάνουν στην κάμαρα, του ψημένου φυστικιού, της κινέζικης σούπας, των ψητών κρεάτων, των βοτάνων, του γιασεμιού, της σκόνης, των αρωματικών κεριών, της φωτιάς του καρβουνιασμένου ξύλου, η φωτιά μεταφέρεται εδώ μέσα σε πανέρια, πωλείται στους δρόμους, η ευωδιά της πόλης είναι αυτή των θάμνων, των δασών".
η Jeanne Μοrreau αφηγείται και στοιχειώνει το φιλμ και τον θεατή, όπως οι αναμνήσεις το νου.
Σ'όλη την διάρκεια της αφήγησης, έχω την αίσθηση πως η συγγραφέας, περιγράφει την ζωή μιας άλλης. Λες και το αστρικό της σώμα, έχει αποδεσμευθεί από την σάρκινή του υπόσταση και ελεύθερο πλέον, αιωρείται, παρατηρεί και καταγράφει. Καταγράφει τα πράγματα κατά τρόπο απροσποίητο και προσωπικό, χειρουργικό μα και αισθησιακό, ακατάληπτο ίσως αλλά και σαφή μέσα στην δύνη του μυαλού .
Και δεν γνωρίζω αν σ'αυτήν την διήγηση, το αλκοόλ έπαιξε παρόμοιο ρόλο μ'αυτόν που είχε στην ζωή της M.Duras.
" Tώρα βλέπω πως πολύ νέα, από τα δεκαοχτώ ως τα δεκάξι μου, είχα σ'αυτό το πρόσωπο ζωγραφισμένο ένα προαίσθημα όσων θα ζούσα στην συνέχεια με το αλκοόλ στην μέση ηλικία της ζωής μου. Το αλκοόλ κάλυψε τον ρόλο που ο Θεός δεν έπαιξε, και επίσης αυτόν του δολοφόνου, να σκοτώνει. Απέκτησα αυτό το αλκοολούχο πρόσωπο πρίν το αλκοόλ. Το αλκοόλ ήρθε για να το επιβεβαιώσει"
"Πολύ σύντομα στην ζωή μου ήταν πολύ αργά. Στα δεκαοχτώ μου ήταν ήδη πολύ αργά. Ανάμεσα στα δεκαοχτώ και εικοσιπέντε το πρόσωπό μου ξέφυγε προς μία κατεύθυνση απρόβλεπτη. Στα δεκαοχτώ είχα γεράσει ... Αυτό το γέρασμα υπήρξε βίαιο. To είδα ν'αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά μου ένα προς ένα, ν'αλλάζει τις μεταξύ τους αναλογίες, να κάνει τα μάτια μεγάλα, το βλέμα πιό θλιμμένο, το στόμα πιό έντονο, να σημαδεύει το μέτωπο με βαθιές χαρακιές ... (Το πρόσωπό μου) δεν τσάκισε όπως ορισμένα με λεπτά χαρακτηριστικά, κράτησε τις ίδιες φόρμες αλλά το περιεχόμενο του καταστράφηκε. Έχω ένα πρόσωπο κατεστραμμένο.
Όπως σας είπα ήδη, είμαι δεκαπέντε και μισό.
Ένα φέρυ, διασχίζει τον Μεκόνγκ".
ps. Eίναι η πρώτη μου προσπάθεια, για συστηματική μετάφραση περισσότερων του ενός αποσπασμάτων ενός βιβλίου, και αποδείχθηκε απαιτητική σαν σταυρόλεξο για δυνατούς λήτες, που αναζητούν απελπισμένα μία συγκεκριμένη λέξη για κάθε κενό.
Και δεν γνωρίζω αν σ'αυτήν την διήγηση, το αλκοόλ έπαιξε παρόμοιο ρόλο μ'αυτόν που είχε στην ζωή της M.Duras.
" Tώρα βλέπω πως πολύ νέα, από τα δεκαοχτώ ως τα δεκάξι μου, είχα σ'αυτό το πρόσωπο ζωγραφισμένο ένα προαίσθημα όσων θα ζούσα στην συνέχεια με το αλκοόλ στην μέση ηλικία της ζωής μου. Το αλκοόλ κάλυψε τον ρόλο που ο Θεός δεν έπαιξε, και επίσης αυτόν του δολοφόνου, να σκοτώνει. Απέκτησα αυτό το αλκοολούχο πρόσωπο πρίν το αλκοόλ. Το αλκοόλ ήρθε για να το επιβεβαιώσει"
"Πολύ σύντομα στην ζωή μου ήταν πολύ αργά. Στα δεκαοχτώ μου ήταν ήδη πολύ αργά. Ανάμεσα στα δεκαοχτώ και εικοσιπέντε το πρόσωπό μου ξέφυγε προς μία κατεύθυνση απρόβλεπτη. Στα δεκαοχτώ είχα γεράσει ... Αυτό το γέρασμα υπήρξε βίαιο. To είδα ν'αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά μου ένα προς ένα, ν'αλλάζει τις μεταξύ τους αναλογίες, να κάνει τα μάτια μεγάλα, το βλέμα πιό θλιμμένο, το στόμα πιό έντονο, να σημαδεύει το μέτωπο με βαθιές χαρακιές ... (Το πρόσωπό μου) δεν τσάκισε όπως ορισμένα με λεπτά χαρακτηριστικά, κράτησε τις ίδιες φόρμες αλλά το περιεχόμενο του καταστράφηκε. Έχω ένα πρόσωπο κατεστραμμένο.
Όπως σας είπα ήδη, είμαι δεκαπέντε και μισό.
Ένα φέρυ, διασχίζει τον Μεκόνγκ".
ps. Eίναι η πρώτη μου προσπάθεια, για συστηματική μετάφραση περισσότερων του ενός αποσπασμάτων ενός βιβλίου, και αποδείχθηκε απαιτητική σαν σταυρόλεξο για δυνατούς λήτες, που αναζητούν απελπισμένα μία συγκεκριμένη λέξη για κάθε κενό.
Τρίτη 27 Ιουλίου 2010
Μάης-Ιούλης του 2010
Μάης-Ιούλης του 2010, αυτή ήταν η περίοδος που δούλεψα το παραπάνω θέμα.
Μία περίοδος ιδιαίτερα κομβική ακόμα και νευραλγική θα έλεγα, που παρόλαυτά παρήγαγε το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο το κρατώ και αναρτώ τελικά, σχεδόν αποκλειστικά λόγω του χρώματος. Το σχέδιο, δέκα φορές πιο χρονοβόρο και απαιτητικό από το χρώμα, ήταν μια πρώτης τάξεως αφορμή για να φθάσω μέχρι του σημείου να αποφασίσω πως θα γεμίσω με χρώμα την επιφάνειά μου. Και σχεδόν φυσικά, δίχως πολύ σκέψη το χρώμα προέκυψε, σαν να μου το είχε υποσχεθεί, και έδωσε νόημα σ'αυτή την προσπάθεια.
Ελπίζω να σας βρίσκω όλους υπ'ατμόν, εν μέσω πυρετωδών προσπαθειών να ετοιμασθόυν εγκαίρως οι αποσκευές σας ενόψει διακοπών χωρίς εισιτήρια επιστροφής...
Ετικέτες
Βάκχος,
θετικός-αρνητικός χώρος,
λεκέδες,
περιγράμματα,
φθορές,
fauna-flora,
paterns,
photoshop,
project
Παρασκευή 2 Απριλίου 2010
Grand Choral
Πάντα πίστευα πως το Ηotel Chevalier δεν είναι ο τόπος που επισκέπτεσαι μία φορά. Επιστρέφω λοιπόν σ'αυτό για διάφορους λόγους, πρώτα απ'όλα για να ανεβάσω επιτυχώς αυτή την φορά, ελπίζω, το σχετικό video.
Hotel Chevalier, le court métrage from Mathieu Crucq on Vimeo.
Στην συνέχεια, θα πιάσω το νήμα από εκεί που το άφησα, ένα δηλαδή διαφημιστικό σποτ πάλι του Wes Anderson.
Αυτήν τη φορά, το δίλεπτο αυτό video είναι το γράμμα που στέλνει ο Anderson πίσω στο 1973, στον Francois Truffaut και το La Nuit Americaine .
Mα γιατί ένας Γάλλος μας μιλά για μια αμερικάνικη νύχτα? Για τον ίδιο λόγο που ένας μάγος αφιερώνει την τέχνη του στο κοινό."Αμερικάνικη" είναι η νυχτερινή σκηνή η οποία γυρίζεται κατά την διάρκεια της ημέρας, αλλά χάρη στην χρήση φίλτρων δημιουργείται στο κοινό η εντύπωση πως πρόκειται για νύχτα.
Εντυπώσεις, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές, πάντα όμως απαραίτητες, όταν είναι σχεδόν αδύνατον να ζούμε με βεβαιότητες, σ' έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο. Και το σινεμά, μια μηχανή δημιουργίας ονείρων και αυτό, μια αυταπάτη, σαν την "Αμερικάνικη νύχτα".
Το φιλμ αυτό ανήκει στην ειδική κατηγορία εκείνων, που στοχάζονται πάνω στην φύση του ίδιου του μέσου, στρέφουν το βλέμα τους στον ίδιο τους τον εαυτό, και αρχίζουν και αναρωτιούνται για το είδος, την "ποιότητα" της αυταπάτης που γεννούν. Που βρίσκονται τα σύνορα ανάμεσα στο πραγματικό και το εικονικό?
Στην εισαγωγή για παράδειγμα, παρακολουθούμε τους βιαστικούς περαστικούς σε κάποια πλατεία του Παρισιού μέχρι που ακούγεται το "coupez" του σκηνοθέτη. Αυτομάτως, η κάμερα λήψης αλλάζει. Αρχικά, η λήψη γίνεται από το επίπεδο των περαστικών, σαν να βρισκόμαστε μεταξύ τους, να είμαστε και εμείς κάποιοι από αυτούς. Στο άκουσμα της εντολής, γκρο πλαν του σκηνοθέτη, και η κάμερα αντικαθίσταται από μία δεύτερη η οποία όντας τοποθετημένη ψιλά, αρχίζει και βυθίζεται σταδιακά μέχρι το επίπεδο των περαστικών ξανά. Όλα έχουν πλέον αποκαλυφθεί και η ψευδαίσθηση διαλύεται. Δεν βρισκόμαστε στο Παρίσι, αλλά στα κινηματογραφικά πλατό ενός στούντιο. Δεν παρακολουθούμε διαβάτες αλλά κομπάρσους, που υπάκοα συγκεντρώνονται στο κάλεσμα του τεχνικού. Ο αυτουργός όλων έχει εμφανισθεί. Ο Truffaut, υποδύεται έναν σκηνοθέτη κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του "Meeting Pamela" με πρωταγωνιστή τον Jean Pierre Leaud, το κινηματογραφικό ater ego του. Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται, αυτή την φορά υπό το άκουσμα οδηγιών, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή. Σε μία πανοραμική λήψη της πλατείας, ξαναπαίζεται η σκηνή, μόνο που αυτήν την φορά στο πλάνο ενσωματώνεται το συνεργείο που κινηματογραφεί σκαρφαλωμένο στην άκρη ενός κατακόκκινου γερανού, υπό τους ύμνους του Georges Delerue. Mία αίσθηση ισορροπίας έχει αποκατασταθεί.
Πίσω στο διαφημιστικό σποτ του Anderson. Παρακολουθούμε μια σύντομη σκηνή από τα γυρίσματα μιας ταινίας (με το δίκό του alter ego Jason Schwartzman ), που θα διακοπεί ξαφνικά στο άκουσμα μίας εντολής. Αρχικά αόρατος, ξεπροβάλλει μέσα από το συνεργείο ο ίδιος ο Αnderson, για να διανύσει κάποια απόσταση μέσα από κομμάτια εξοπλισμού και μέλη του συνεργείου, εξηγώντας μας πως γυρίζεται μία ταινία, μέχρι να φθάσει στην τοποθετημένη σε γερανό κάμερα του, στον οποίο και "ενθρονίζεται" για ν'αναληφθεί ως άλλος "από μηχανής θεός", εν μέσω περιστερών (αφού πρώτα η American express, του έχει λύσει τα χέρια, για μην ξεχνίομαστε).
Την όλη αυτή χαριτωμένη, ειρωνική, αίσθηση υπεροχής, έρχεται ν'απογειώσει το αιθέριο Grand Choral, η "δοξολογία" δηλαδή του Georges Delerue για το "La nuit americaine".
Ο Delerue υπήρξε πιστός συνεργάτης του Truffaut, ντύνοντας με τις νότες του τα πάθη δεκάδων ηρώων του. Δεν εκτιμούσα πάντα το ίδιο την δουλειά του, τώρα πια όμως βρίσκω σ'αυτήν απίστευτο συναίσθημα, πράγμα τόσο παρήγορο.
Θυμάμαι έναν φίλο από το ναυτικό, σε ανύποπτο χρόνο μου είχε αναφέρει το "Rushmore" του Wes Anderson, είχε συντονιστεί κι'αυτός στην ίδια συχνότητα.
Δύο χρόνια αργότερα με φιλοξένησε στο σπίτι που ενοικίαζε στο Saint John Wood, ένα προάστιο του Λονδίνου. Βρήκα στο youtube τυχαία αυτο το αρχειακό υλικό, γυρισμένο στην ίδια περιοχή το 1940, επενδύεται από το μουσικό θέμα του Delerue για το φιλμ "Peau Douce" του Truffaut.
To 1976 προβάλλεται το "L'argent de poche", ο Τruffaut αποτυπώνει με ειλικρίνια και τρυφερότητα την καθημερινότητα των μαθητών του δημοτικού μιας επαρχιακής Γαλλικής πόλης. Διάβασα κάπου ότι εδώ ο Truffaut μ'έναν τρόπο καταγράφει όλη την διαδρομή των χειλιών, από τον θηλασμό μέχρι το πρώτο φιλί.
Ο Αnderson λέει γι'αυτό το φιλμ.
''Do kids in French villages really run to school in packs?'' Mr. Anderson asked. ''I don't know, but it feels natural, doesn't it? There's something about these shirts and sneakers that the children are wearing. It's all the same kind of stuff that we were wearing right around the same time, in the mid-70's. Although our streets in Texas didn't look like this, obviously, the way they're dressed really reminds me of the way me and my brothers would have dressed back then. And I really like them running to school, you know? I like the feel of it. It could come across as a little precious, but it doesn't, does it?''
... Και ξέρεις, πραγματικά μου αρέσει (να τα βλέπω) να τρέχουν στο σχολείο. Μου αρέσει αυτή η αίσθηση. Θα μπορούσε να είναι ένα κάτι μικρό και πολύτιμο, αλλά δεν μπορεί, μπορεί?
Καλή Ανάσταση σε όλους.
Hotel Chevalier, le court métrage from Mathieu Crucq on Vimeo.
Στην συνέχεια, θα πιάσω το νήμα από εκεί που το άφησα, ένα δηλαδή διαφημιστικό σποτ πάλι του Wes Anderson.
Αυτήν τη φορά, το δίλεπτο αυτό video είναι το γράμμα που στέλνει ο Anderson πίσω στο 1973, στον Francois Truffaut και το La Nuit Americaine .
Mα γιατί ένας Γάλλος μας μιλά για μια αμερικάνικη νύχτα? Για τον ίδιο λόγο που ένας μάγος αφιερώνει την τέχνη του στο κοινό."Αμερικάνικη" είναι η νυχτερινή σκηνή η οποία γυρίζεται κατά την διάρκεια της ημέρας, αλλά χάρη στην χρήση φίλτρων δημιουργείται στο κοινό η εντύπωση πως πρόκειται για νύχτα.
Εντυπώσεις, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές, πάντα όμως απαραίτητες, όταν είναι σχεδόν αδύνατον να ζούμε με βεβαιότητες, σ' έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο. Και το σινεμά, μια μηχανή δημιουργίας ονείρων και αυτό, μια αυταπάτη, σαν την "Αμερικάνικη νύχτα".
Το φιλμ αυτό ανήκει στην ειδική κατηγορία εκείνων, που στοχάζονται πάνω στην φύση του ίδιου του μέσου, στρέφουν το βλέμα τους στον ίδιο τους τον εαυτό, και αρχίζουν και αναρωτιούνται για το είδος, την "ποιότητα" της αυταπάτης που γεννούν. Που βρίσκονται τα σύνορα ανάμεσα στο πραγματικό και το εικονικό?
Στην εισαγωγή για παράδειγμα, παρακολουθούμε τους βιαστικούς περαστικούς σε κάποια πλατεία του Παρισιού μέχρι που ακούγεται το "coupez" του σκηνοθέτη. Αυτομάτως, η κάμερα λήψης αλλάζει. Αρχικά, η λήψη γίνεται από το επίπεδο των περαστικών, σαν να βρισκόμαστε μεταξύ τους, να είμαστε και εμείς κάποιοι από αυτούς. Στο άκουσμα της εντολής, γκρο πλαν του σκηνοθέτη, και η κάμερα αντικαθίσταται από μία δεύτερη η οποία όντας τοποθετημένη ψιλά, αρχίζει και βυθίζεται σταδιακά μέχρι το επίπεδο των περαστικών ξανά. Όλα έχουν πλέον αποκαλυφθεί και η ψευδαίσθηση διαλύεται. Δεν βρισκόμαστε στο Παρίσι, αλλά στα κινηματογραφικά πλατό ενός στούντιο. Δεν παρακολουθούμε διαβάτες αλλά κομπάρσους, που υπάκοα συγκεντρώνονται στο κάλεσμα του τεχνικού. Ο αυτουργός όλων έχει εμφανισθεί. Ο Truffaut, υποδύεται έναν σκηνοθέτη κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του "Meeting Pamela" με πρωταγωνιστή τον Jean Pierre Leaud, το κινηματογραφικό ater ego του. Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται, αυτή την φορά υπό το άκουσμα οδηγιών, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή. Σε μία πανοραμική λήψη της πλατείας, ξαναπαίζεται η σκηνή, μόνο που αυτήν την φορά στο πλάνο ενσωματώνεται το συνεργείο που κινηματογραφεί σκαρφαλωμένο στην άκρη ενός κατακόκκινου γερανού, υπό τους ύμνους του Georges Delerue. Mία αίσθηση ισορροπίας έχει αποκατασταθεί.
Πίσω στο διαφημιστικό σποτ του Anderson. Παρακολουθούμε μια σύντομη σκηνή από τα γυρίσματα μιας ταινίας (με το δίκό του alter ego Jason Schwartzman ), που θα διακοπεί ξαφνικά στο άκουσμα μίας εντολής. Αρχικά αόρατος, ξεπροβάλλει μέσα από το συνεργείο ο ίδιος ο Αnderson, για να διανύσει κάποια απόσταση μέσα από κομμάτια εξοπλισμού και μέλη του συνεργείου, εξηγώντας μας πως γυρίζεται μία ταινία, μέχρι να φθάσει στην τοποθετημένη σε γερανό κάμερα του, στον οποίο και "ενθρονίζεται" για ν'αναληφθεί ως άλλος "από μηχανής θεός", εν μέσω περιστερών (αφού πρώτα η American express, του έχει λύσει τα χέρια, για μην ξεχνίομαστε).
Την όλη αυτή χαριτωμένη, ειρωνική, αίσθηση υπεροχής, έρχεται ν'απογειώσει το αιθέριο Grand Choral, η "δοξολογία" δηλαδή του Georges Delerue για το "La nuit americaine".
Ο Delerue υπήρξε πιστός συνεργάτης του Truffaut, ντύνοντας με τις νότες του τα πάθη δεκάδων ηρώων του. Δεν εκτιμούσα πάντα το ίδιο την δουλειά του, τώρα πια όμως βρίσκω σ'αυτήν απίστευτο συναίσθημα, πράγμα τόσο παρήγορο.
Θυμάμαι έναν φίλο από το ναυτικό, σε ανύποπτο χρόνο μου είχε αναφέρει το "Rushmore" του Wes Anderson, είχε συντονιστεί κι'αυτός στην ίδια συχνότητα.
Δύο χρόνια αργότερα με φιλοξένησε στο σπίτι που ενοικίαζε στο Saint John Wood, ένα προάστιο του Λονδίνου. Βρήκα στο youtube τυχαία αυτο το αρχειακό υλικό, γυρισμένο στην ίδια περιοχή το 1940, επενδύεται από το μουσικό θέμα του Delerue για το φιλμ "Peau Douce" του Truffaut.
To 1976 προβάλλεται το "L'argent de poche", ο Τruffaut αποτυπώνει με ειλικρίνια και τρυφερότητα την καθημερινότητα των μαθητών του δημοτικού μιας επαρχιακής Γαλλικής πόλης. Διάβασα κάπου ότι εδώ ο Truffaut μ'έναν τρόπο καταγράφει όλη την διαδρομή των χειλιών, από τον θηλασμό μέχρι το πρώτο φιλί.
Ο Αnderson λέει γι'αυτό το φιλμ.
''Do kids in French villages really run to school in packs?'' Mr. Anderson asked. ''I don't know, but it feels natural, doesn't it? There's something about these shirts and sneakers that the children are wearing. It's all the same kind of stuff that we were wearing right around the same time, in the mid-70's. Although our streets in Texas didn't look like this, obviously, the way they're dressed really reminds me of the way me and my brothers would have dressed back then. And I really like them running to school, you know? I like the feel of it. It could come across as a little precious, but it doesn't, does it?''
... Και ξέρεις, πραγματικά μου αρέσει (να τα βλέπω) να τρέχουν στο σχολείο. Μου αρέσει αυτή η αίσθηση. Θα μπορούσε να είναι ένα κάτι μικρό και πολύτιμο, αλλά δεν μπορεί, μπορεί?
Καλή Ανάσταση σε όλους.
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010
Hotel Chevalier
To ποιό είναι το Hotel Chevalier θα το αποκαλύψω παρακάτω, για τις ανάγκες όμως αυτής της εισαγωγής είναι απλά το μέρος που διανυκτερεύουν o Spike Jonze, η πρώην του Sofia Coppola, o σεναριογράφος Charlie Kaufman και οι Wes Anderson, Μichael Gondry και ένας περίπου κοινός θίασος ηθοποιών που εκ περιτροπής εμφανίζεται στα φιλμ τους.
Αραδιάζω όλα αυτά τα ονόματα, γιατί έχω την αίσθηση πως τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια που βλέπουμε τα κατορθώματά τους στην οθόνη, κάτι νέο αρθρώνεται που μας αφορά. Σωστότερα μάλλον, η γενιά αυτή αμερικανών, εκκεντρικών κινηματογραφιστών, αναπτύσσει έναν ιδιότυπο τρόπο γραφής και περιγράφει μ'έντονο προσωπικό ύφος, τα θέματα που την απασχολούν.
Μέσα απ' την δουλειά τους νομίζω ότι κατά έναν τρόπο αποσυμπιέζονται όλα όσα έχουν στιβάξει μέσα τους, ορισμένοι εκ της γενιάς των τριάντα και κάτι, ίσως μία έλλειψη προσανατολισμού, σε μία Βαβέλ, χωρίς τα απαραίτητα λεξικά για να την μεταφράσεις.
Θυμάμαι πόσο ιδιοεφυές είχα βρει το Adaptation των Jonze, Kaufman από το 2002. O Kaufman στήνει τις ρώσικες μπάμπουσκές του, και έτσι οργανώνει μια ιστορία με ήρωες τον ίδιο, την συγγραφέα Susan Orlean, το βιβλίο "The Orchid Thief" της οποίας, του ζητήθηκε να διασκευάσει και τον John Laroche, υπαρκτό πρόσωπο και πρωταγωνιστή του βιβλίου αυτού. Το πραγματικό και το φανταστικό (fictional) ζευγαρώνουν και σχηματίζουν ένα υβριδικό οργανισμό/φιλμ πάνω στην διαδικασία προσαρμογής/Adaptation του βιβλίου στην μεγάλη οθόνη, του ανθρώπου στον μεγάλο έξω κόσμο που τον περικυκλώνει.
John Laroche: You know why I like plants?
Susan Orlean: Nuh uh.
John Laroche: Because they're so mutable. Adaptation is a profound process. Means you figure out how to thrive in the world.
Susan Orlean: [pause] Yeah but it's easier for plants. I mean they have no memory. They just move on to whatever's next. With a person though, adapting almost shameful. It's like running away.
Point is, what's so wonderful is that every one of these flowers has a specific relationship with the insect that pollinates it. There's a certain orchid look exactly like a certain insect so the insect is drawn to this flower, its double, its soul mate, and wants nothing more than to make love to it. And after the insect flies off, spots another soul-mate flower and makes love to it, thus pollinating it. And neither the flower nor the insect will ever understand the significance of their lovemaking. I mean, how could they know that because of their little dance the world lives? But it does. By simply doing what they're designed to do, something large and magnificent happens. In this sense they show us how to live - how the only barometer you have is your heart. How, when you spot your flower, you can't let anything get in your way
Στην περίπτωση της Coppola, από την πρώτη στιγμή που ήρθα σ'επαφή με την δουλειά της σχημάτισα πολύ σαφή εντύπωση. Φιλμ της σαν το "Virgin Suicides", "Lost in Translation" και "Marie Antoinette", αποτελούν για μένα τουλάχιστον, ένα μοναδικό εγχειρίδιο ξενάγησης στην άγνωστη χώρα του γυναικείου νεανικού ψυχισμόυ. Ναι, νομίζω ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ένα απαραίτητο σινεμά, μέσα στα τόσα άλλα. Ίσως γι'αυτό έχει κολλήσει στο μυαλό μου η παρακάτω απάντηση στον ψυχολόγο, της Cecilia, μίας εκ των τεσσάρων virgin.
Doctor: What are you doing here, honey? You're not even old enough to know how bad life gets.
Cecilia: Obviously, Doctor, you've never been a 13-year-old girl
O Jason Schwartzman (Λουδοβίκος XVI, στο "Marie Antoinette") και ο χαμένος στην μετάφραση Βill Murray, θα συναντηθούν το 1998 στο κολέγιο "Rushmore" του Wes Anderson, σαν μαθητής (Max Fischer) και καταθλιπτικός εκατομμυριούχος, μέντοράς του (Herman Blume) αντίστοιχα, που ερωτεύονται την ίδια γυναίκα. Εκεί ανταλλάσουν τα παρακάτω.
Herman Blume: What's the secret, Max?
Max Fischer: The secret?
Herman Blume: Yeah, you seem to have it pretty figured out.
Max Fischer: The secret, I don't know... I guess you've just gotta find something you love to do and then... do it for the rest of your life. For me, it's going to Rushmore.
Στην ακαδημία του Rushmore, δεν καλήσε μόνον ν'αποφοιτήσεις αλλά και να ενηλικιωθείς, και ο Max απέναντι σ'αυτό δηλώνει ανίσχυρος και ταυτόχρονα διαφορετικός και ανεξάρτητος. Kάπως έτσι είναι ο ιδιοσυγκρασιακός Max, για τον οποίο ο Αnderson λέει: " Ο Max είναι αυτός που ήθελα να ήμουν. Θα ήταν παρήγορο αν είχα δει αυτήν την ταινία όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών".
Πρόσφατα είδα το "the Darjeeling Limited" του Αnderson (σε σενάριο δικό του, και των Jason Schwartzman, Roman Coppola) με δύο χρόνια καθυστέρηση, και αφού προηγουμένως το είχα αφήσει, αφελώς, να συνοστίζεται επί δύο εβδομάδες στον σκληρό δίσκο του laptop μεταξύ άλλων φιλμ, που διεκδικούν την προσοχή μου. Eίναι προφανές πως, δεν είχα ιδέα για το τι με περίμενε.
Δεν θ'ασχοληθώ με το πόσο επιτυχημένο ήταν αυτό το πόνημα του Wes, λίγο άλλωστε μ'ενδιέφερε, όταν το μόνο που ήθελα μετά τους τίτλους τέλους, ήταν επειγόντως ένα εισιτήριο με την πρώτη πτήση για τις μακρινές Ινδίες.
Τρία αποξενωμένα αδέλφια, οι Whitman, ανταμώνουν για πρώτη φορά μετά από ένα ολόκληρο χρόνο, στην Ινδία, επιβιβάζονται στο τρένο της Darjeeling Limited, περιηγούνται σε ιερούς τόπους, σ' ένα πνευματικό ταξίδι αναζήτησης μετ' εμποδίων, όσων ακόμη τους ενώνουν.
O μικρός Whitman (Jason Schwartzman), λίγο πριν την άφιξή του στις Ινδίες, έχει δεχθεί την αιφνιδιαστική επίσκεψη της πρώην φίλης του (Nataly Portman) στο "Hotel Chevalier" στο Παρίσι. Αυτό είναι και το θέμα του ομότιτλου μικρού μήκους φιλμ που έστησε ο Anderson εν είδει προλόγου στο "Τhe Darjeeling Limited".
Φαίνεται πως τόσο ο Anderson όσο και η Coppola εμπνέονται από τον Γαλλικό αέρα και την ρετρό αισθητική περασμένων εποχών και σκαρώνουν για λογαριασμό μας τελικά, κομψά, αέρινα διαφημιστικά σποτ, όπως τα παρακάτω, υπέροχα άλλοθι καταναλωτικής κρεπάλης.
Αρχικά ο Αnderson σκηνοθετεί au style Jacques Tati και Monsieur Hulot τον κεφάτο Brad Pitt για κάποια ιαπωνική εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Για τους φανατικούς του θεσμού Eurovision, στην υπόκρουση ακούγεται διά στόματος France Gall η νικηφόρα συμμετοχή του Λουξεμβούργου από το μακρινό 1965.
bp vid
Ανέβηκε από jerricens.
Αν η France Gall δάνεισε την φωνή της στο προηγούμενο spot, είναι η αυτού μεγαλειότης ΒΒ (Βrigite Bardot) που δανείζει την δική της στο επόμενο, μια παστέλ sixties αυταπάτη παριζιάνικης ανεμελιάς, της S.Coppola αυτήν την φορά.
Yστερόγραφο:
Το Ηotel Chevalier, στην πραγματικότητα είναι το Hotel Raphael και βρίσκεται στον αριθμό 17 της λεωφόρου Kleber, στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού.
Ευχαριστώ για την ανάγνωση και καλή διαμονή ...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)