Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

"Ένα φέρυ, διασχίζει τον Μεκόνγκ".





"Η μητέρα μου, μού λεγε κάποιες φορές ότι ποτέ, σ'όλη μου την ζωή, δεν θα ξανάβλεπα ποτάμια τόσο όμορφα, όσο τούτα, τόσο μεγάλα, τόσο άγρια, να χύνονται στους ωκεανούς, τον Μεκόνγκ και τα παρακλάδια του, αυτούς τους υδάτινους τόπους που πρόκειται να βυθιστούν σε σπήλαια ωκεανών. Στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που το βλέμα δεν φθάνει, αυτοί οι ποταμοί, κυλούν βιαστικά, χύνονται λες κι γη γέρνει".

Το μουσικό θέμα του Gabriel Yared, τα καταφέρνει περίφημα. Σε παρασύρει, όπως την νεαρή Μarguerite, το φέρυ πάνω στο οποίο διασχίζει τον Μεκόνγκ. Μία αίσθηση απεραντοσύνης και ηδιπάθειας, εφόδια για τον δρόμο.

Αν και στο παρελθόν, πρέπει να είχα πέσει πάνω σε κάποια τηλεοπτική προβολή του "l'amant" (1992) του Jean Jacques Annaud, δεν ήταν παρά το 2004, όταν μου χάρισαν μία κόπια του ομότιτλου βιβλίου της Marguerite Duras από το 1984, που το ενδιαφέρον μου για την διήγηση αυτή (λογοτεχνική - κινηματογραφική), άρχισε να μεγαλώνει.

Τον περασμένο Μάρτη, ασχολήθηκα για μία ακόμη φορά μαζί του. Και πάλι, το ίδιο μικρό απόσπασμα, που είχε τραβήξει την προσοχή μου από την πρώτη στιγμή που έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο, ήταν αυτό που, κατά κάποιο τρόπο, πάνω του αγκιστρώθηκε το νου μου.


"Ειμαι δεκαπέντε μισό, δεν υπάρχουν εποχές σ'αυτόν εδώ τον τόπο, ζούμε σε μία και μόνη εποχή, ζεστή, μονότονη, βρισκόμαστε στην μακρά, καυτή ζώνη της γης, δίχως άνοιξη, δίχως ξαναζωντάνεμα".

Η Duras επιστρέφει στα εφηβικά της χρόνια στην Σαϊγκόν της Γαλλικής Ινδοκίνας, το 1920. Βυθίζεται στο πηγάδι της μνήμης, για να ανασύρει, αισθήσεις, εντυπώσεις και την γεύση της πρώτης φοράς που έσμιξε μ'έναν άνδρα, τον άνδρα από το Cholen.

"Λέει πως είναι μόνος, τρομαχτικά μόνος μ'αυτή την αγάπη που της έχει. Του λέει πως και αυτή το ίδιο, είναι και αυτή μόνη. Δεν λέει όμως με τί. Αυτός λέει: Μ'ακολουθήσατε ως εδώ όπως θα είχατε ακολουθήσει τον οποιονδήποτε. Αυτή απαντά πως δεν μπορεί να ξέρει, πως δεν έχει ακόμα ακολουθήσει ποτέ κανέναν στην κρεβατοκάμαρα. Αυτή του λέει, πως δεν θέλει να της μιλά, πως αυτό που θέλει είναι να κάνει αυτό που συνηθίζει με τις γυναίκες, που τον ακολουθούν στην γκαρσονιέρα του. Τον εκλυπαρεί να φερθεί μ'αυτόν τον τρόπο"

Ο εραστής από το Cholen είναι κινέζος, πλούσιος και παραδωμένος. Αυτή ένα νυμφίδιο, έτοιμο ν'αφεθεί σε κάθε "αγαπημένη αίσθηση" από την μία, και ενστικτωδώς κυνικό από την άλλη.

Πίσω στην γκαρσονιέρα.

"Η βοή της πόλης είναι έντονη, στην μνήμη είναι η ανεβασμένη ένταση του ήχου ενός φίλμ, που ξεκουφαίνει. Θυμάμαι καλά, κανείς μας δεν μιλά, η κάμαρα είναι σκοτεινή, τυλιγμένη στον βαθύ αχό της πόλης, ταξιδεύει με το τραίνο της. Δεν υπάρχουν τζάμια στα παράθυρα, μόνο στόρια και περσίδες. Μέσα από τα στόρια βλέπουμε τις σκιές των περαστικών, στον ήλιο του πεζοδρόμιου. Το πλήθος είναι ατέλειωτο. Oι σκιές τους είναι ομοιόμορφα χαραγμένες από τα φύλλα των περσίδων. Ο σαματάς από τα ξύλινα σαμπό χτυπά στα νεύρα, οι φωνές διαπεραστικές, τα κινέζικα, μία γλώσσα σαν κραυγή, όπως όλες  της ερήμου, είναι μία γλώσσα αβάσταχτα ξένη".
...
Oι χαραμάδες στις περσίδες και το βαμβακερό στόρι, τα σύνορα ανάμεσα στο κρεβάτι και την πόλη. Τίποτα ανθεκτικότερο δεν μας χωρίζει από τον έξω κόσμο. Αυτοί, αγνωούν την ύπαρξή μας. Εμείς αντιλαμβανόμαστε κάτι από την δική τους, το σύνολο των φωνών, των κινήσεών τους, σαν την κραυγή μίας σειρήνας,  συγκοπτόμενη, θλιμμένη χωρίς ηχώ.

Οι μυρωδιές της καραμέλας φθάνουν στην κάμαρα, του ψημένου φυστικιού, της κινέζικης σούπας, των ψητών κρεάτων, των βοτάνων, του γιασεμιού, της σκόνης, των αρωματικών κεριών, της φωτιάς του καρβουνιασμένου ξύλου, η φωτιά μεταφέρεται εδώ μέσα σε πανέρια, πωλείται στους δρόμους, η ευωδιά της πόλης είναι αυτή των θάμνων, των δασών". 

 

η Jeanne Μοrreau αφηγείται και στοιχειώνει το φιλμ και τον θεατή, όπως οι αναμνήσεις το νου.



Σ'όλη την διάρκεια της αφήγησης, έχω την αίσθηση πως η συγγραφέας, περιγράφει την ζωή μιας άλλης. Λες και το αστρικό της σώμα, έχει αποδεσμευθεί από την σάρκινή του υπόσταση και ελεύθερο πλέον, αιωρείται, παρατηρεί και καταγράφει. Καταγράφει τα πράγματα κατά τρόπο απροσποίητο και προσωπικό, χειρουργικό μα και αισθησιακό, ακατάληπτο ίσως αλλά και σαφή μέσα στην δύνη του μυαλού . 

Και δεν γνωρίζω αν σ'αυτήν την διήγηση, το αλκοόλ έπαιξε παρόμοιο ρόλο μ'αυτόν που είχε στην ζωή της M.Duras.

" Tώρα βλέπω πως πολύ νέα, από τα δεκαοχτώ ως τα δεκάξι μου,  είχα σ'αυτό το πρόσωπο ζωγραφισμένο ένα προαίσθημα όσων θα ζούσα στην συνέχεια με το αλκοόλ στην μέση ηλικία της ζωής μου. Το αλκοόλ κάλυψε τον ρόλο που ο Θεός δεν έπαιξε, και επίσης αυτόν του δολοφόνου, να σκοτώνει. Απέκτησα αυτό το αλκοολούχο πρόσωπο πρίν το αλκοόλ. Το αλκοόλ ήρθε για να το επιβεβαιώσει"

"Πολύ σύντομα στην ζωή μου ήταν πολύ αργά. Στα δεκαοχτώ μου ήταν ήδη πολύ αργά. Ανάμεσα στα δεκαοχτώ και εικοσιπέντε το πρόσωπό μου ξέφυγε προς μία κατεύθυνση απρόβλεπτη. Στα δεκαοχτώ είχα γεράσει ... Αυτό το γέρασμα υπήρξε βίαιο. To είδα ν'αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά μου ένα προς ένα, ν'αλλάζει τις μεταξύ τους αναλογίες, να κάνει τα μάτια μεγάλα, το βλέμα πιό θλιμμένο, το στόμα πιό έντονο, να σημαδεύει το μέτωπο με βαθιές χαρακιές ... (Το πρόσωπό μου) δεν τσάκισε όπως ορισμένα με λεπτά χαρακτηριστικά, κράτησε τις ίδιες φόρμες αλλά το περιεχόμενο του καταστράφηκε. Έχω ένα πρόσωπο κατεστραμμένο.

Όπως σας είπα ήδη, είμαι δεκαπέντε και μισό.

Ένα φέρυ, διασχίζει τον Μεκόνγκ".


ps. Eίναι η πρώτη μου προσπάθεια, για συστηματική μετάφραση περισσότερων του ενός αποσπασμάτων ενός βιβλίου, και αποδείχθηκε απαιτητική σαν σταυρόλεξο για δυνατούς λήτες, που αναζητούν απελπισμένα μία  συγκεκριμένη λέξη για κάθε κενό.