Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Ένα φάντασμα από photoshop

Η παραπάνω δουλειά στο photoshop, υπήρξε μια ευτυχής στιγμή, που γέμισε μ'ενθουσιασμό το πέρασμά μου από το 2009 στο 2010, μιας και δεν χρειάστηκε περισσότερο από δύο μέρες για να ετοιμαστεί.

Είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις, που κάτι προκύπτει έτσι αναπάντεχα, χωρίς να το έχω προσχεδιάσει. Για την ακρίβεια κάτι άλλο είχα κατά να νου να φτιάξω στο photoshop αλλα χωρίς να το καλοσκεφτώ, οδηγήθηκα στο παραπάνω αποτέλεσμα.

Θα μπορούσε να είναι ένα collage, και όντως με αυτήν την λογική σχηματίστηκε, αλλά μου δίνει τελικά μια  ισχυρή αίσθηση ενότητας ώστε να μην το αντιμετωπίζω σαν το προϊόν ενός κόψε ράψε.

Τέλος πάντων, αν το δω σαν μια φωτογραφία, μου θυμίζει περισσότερο τους ιθαγενείς στην Αμερική που αρνούνταν να φωτογραφηθούν από τους λευκούς, από τον φόβο ότι η φωτογραφία θα αιχμαλώτιζε την ψυχή τους.

What's wrong with Coen brothers


Χθες βράδυ, κατάφερα επιτέλους να δω το "a serious man" των Coen. Και θα ήθελα να ξέρω τι συμβαίνει μέσα στα μυαλά τους, ή τουλάχιστον σε ένα από τα δύο.

Για να μην παρεξηγηθώ το φιλμ ήταν καλό, χωρίς να φθάνει όμως τις καλύτερες στιγμές τους (Big Lebowsky, Fargo και Βarton Fink που δεν έχω δει) και χωρίς ακόμα να μπορεί να προσφέρει σ'ενα μέσο θεατή δύο απολαυστικές ώρες με ότι και αν σημαίνει αυτό.

Βεβαία, θα πρέπει να πω, πως δεδομένου ότι πήγα Σάββατο βράδυ, ή μικρή Όπερα στην Ακαδημίας ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Τι να πω, το κέντρο της Αθήνας αγαπά Coen!

Σ'αυτό το φιλμ, το δίδυμο ανασύρει μνήμες, εντυπώσεις, διαθέσεις από την παιδική του ηλικία στα πλαίσια της εβραϊκής κοινότητας που μεγάλωσαν την δεκαετία του 60. Σπεύδω να σας προλάβω όμως: καμία διάθεση νοσταλγίας, απολύτως! Ουδεμία μελαγχολική αναπόληση της χαμένης αθωότητας, απολύτως! 

Ε! και με τι ασχολούνται τέλος πάντων? Με την ζωή ενός ταλαίπωρου καθηγήτη φυσικής, από την στιγμή που η σύζυγος του ανακοινώνει την πρόθεσή της να τον εγκαταλείψει και τις ακατανόητες κακοδαιμονίες που τον "δέρνουν" ανηλεώς. (η γυναίκα του τον ξεσπιτώνει, η παραβατική συμπερίφορά του αδερφού του, συκοφαντικές επιστολές στην εργασία του, απειλές από δυσαρεστημένους φοιτητές του, φέσια από τον γιό του, τροχαίο ατύχημα ...)

Πέρα από το ότι παρακολουθώντας το, θα έχεις την ευκαιρία να εντρυφήσεις σε κάθε εβραϊκη θρησκευτική τελετή με την βοήθεια πλειάδας εκλεκτών ραββίνων,οι Coen έχουν στρατολογήσει για τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο ρόλο, ένα σύνολο από απίστευτες φυσιογνωμίες.

Εδώ για μένα βρίσκεται και το ενδιαφέρον αυτού του φιλμ. Ξεδυπλώνεται μπροστά σου μια δίτομη ανθρωπογεωγραφία εβραϊκών "φυσίκ" μιας άλλης εποχής που φαντάζει σαν χάρτης ανεξερεύνητης νήσου.

Παρότι δεν θα μπορούσα να ξέρω πως έμοιαζαν οι τύποι που συναντούσαν οι Coen στις γειτονίες τους, είμαι σίγουρος, πως θα ήταν κάπως έτσι. Εξαιρετικά απολαυστικές βρήκα κάποιες κυριούλες, σε ρόλο γραμματέως ραββίνου, λυκειάρχου, καθηγητή, με επιπλέον κιλά, υπερφίαλα χτενίσματα, φλοράλ ρομπίτσες και σκούρους κοκκάλινους σκελετούς γυαλιών.

Δεν παραλείψω ν'αναφέρω την εξαιρετικής ακρίβιας δουλειά που έχει γίνει στο production design. Η άνευρη, γκρίζα εβραϊκή suburbia των sixties αποδίδεται μοναδικά!

Τα φιλμ των Coen είναι αταξινόμητα, είναι μια κατήγορία από μόνα τους. Πολύ περισσότερο τούτο, το πιο πρόσφατο πόνημά τους.Τι είδους φιλμ είδες θα σε ρωτήσουν, και μπορείς ν'απαντήσεις μονολεκτίκα: Coen, και οι άλλοι είσαι σίγουρος ότι θα καταλάβουν.

Εν αναμονή του επόμενου φιλμικού παράδοξου, που θα ενώσει επιτέλους ξανά τους τρομερούς αδελφούς με τον Big Lebowsky-dude-Jeff Bridges στον ίδιο ρόλο που χάρησε το όσκαρ στον John Wayne, θα κλείσω επαναλαμβάνοντας τον στίχο που ακούγεται σαν leitmotif καθόλη την διάρκεια του φιλμ.

" Don't you want somebody to love, don't you need somebody to love"



Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

" ... this is not reality.This is a motion picture" B.Brecht



Όταν το Δεκέμβρη του 2002, βγήκα από την προβολή του "Far from heaven" του Todd Heynes, αισθάνθηκα πως ήμουν μπροστά σε μία περίπτωση που θα με απασχολούσε έντονα στο μέλλον.

Σίγουρα δεν ήταν η συνέχεια που περίμενα από τον σκηνοθέτη του "Velvet Goldmine" και σίγουρα υπήρχαν πολλά πράγματα πίσω από το film που αγνοούσα. Με λίγα λόγια το όνομα Douglas Sirk μου ήταν παντελώς άγνωστο. 

Το "Far from heaven" είναι μεταξύ άλλων το hommage του Heynes στον μεγάλο στυλίστα του αμερικάνικου μελοδράματος, τον γερμανικής καταγωγής Douglas Sirk (1900-1987), που έδωσε τα σπουδαιότερα δείγματα τις δουλειάς την περίόδο 1950 - 1960.

Ταινίες του όπως "All that heaven allows", "Magnificent Obsession", "Written on the wind" και "Ιmitation of life" αναγνωρίζονται σήμερα ως θρίαμβος της φόρμας και ειρωνικό σχόλιο στον κομφορμισμό της αστικής τάξης.

Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι, όχι τουλάχιστον πριν η γαλλική κριτική του 60, εστιάσει την προσοχή της στο έργο του. Στα fifties το μελόδραμα ήταν για τα στούντιο ένα αφελές προϊόν χωρίς κύρος, προοριζόμενο για μαζική κατανάλωση και τρελλές εισπράξεις. Το target group αποτελούνταν ως επί τω πλείστον από κυρίες, έτοιμες ν'αφεθούν σε δακρύβρεχτα stories ανεκπλήρωτων ερώτων.  

Το 1953, η  επιτυχία του "Magnificent Obsession" γίνεται η αφετηρία για τον Sirk να μετουσιώσει σε έργο το προσωπικό του όραμα για το είδος. Το εγχείρημά του θα ολοκληρωθεί το 1959 με το "Ιmitation of life" την μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της Universal την χρονιά εκείνη.

Ο Sirk αντιλαμβάνεται στα μελοδράματα ένα είδος συνάφειας και συνέχειας ανάμεσα σ'αυτά και στο αρχαίο ελληνικό δράμα και αργότερα το ελισαβετιανό θέατρο . Γι'αυτόν την θέση που κατείχε ο παράγων θρησκεία τότε, καταλαμβάνει τώρα το στιλ και πάνω σ'αυτό θα δουλέψει. 

Ο ίδιος γνωρίζει πως οι ιστορίες που διηγείται αυτές καθαυτές δεν είναι κάτι το εξαιρετικό, αναφέρει δε χαρακτηριστικά "I never regarded my pictures as very much to be proud of, except in this, the craft, the style".

Αυτό είναι που γοητεύει και εμένα στην περίπτωση Sirk. Επιλέγει να καλλιεργήσει το μελόδραμα, ένα κατεξοχίν λαοφιλές είδος και στην συνέχεια το "εμβολιάζει" με γενναίες δόσεις στιλ ώστε να το αναδείξει σε ένα καίριο και προσωπικό σχόλιο για  όσα συμβαίνουν γύρω του.

Ο Sirk δεν επικαλείται βαθιά νοήματα, αναδύεται στην επιφάνεια του φιλμ φωτίζοντάς το προσεχτικά με μικρούς πολύχρωμους επιπλέοντες φάρους. Ενορχιστρώνει αριστοτεχνικά μουσικές και σκηνικά, απόκοσμους φωτισμούς, σκιές και χρώματα, καθρέπτες, είδωλα και αντικατοπτρισμούς, παράθυρα και λουλούδια για να υπογραμμίσει την συναισθηματική κατάσταση των ηρώων του. Την κατάσταση αυτή έρχεται ακόμα περισσότερο να τονίσει με την κίνηση της κάμερας, σχετικά με την οποία λέει: “The camera is the main thing here, because there is emotion in the motion pictures. Motion is emotion ... "

Τα "υπερτροφικά" αυτά συναισθήμα ευδοκιμούν στο  κατάλληλα φωτισμένο κινηματογραφικό "θερμοκήπιο" του Douglas Sirk  . "Throughout my pictures I employ a lighting which is not naturalistic. Often the window will be here, and the light from there. With color, too, I did this, to attain a lighting that is almost surrealistic. As Brecht has said, you must never forget that this is not reality. This is a motion picture. It is a tale you are telling. The distanciation must be there. It creates an unreal quality, a certain heightening. You can't just show it. You have to shoot it through with a dialectic".


Συχνά τον ρωτούσαν για τα στολισμένα με άνθη πλάνα του και απαντούσε κάπως έτσι: Τα σπίτια καθρέπτιζουν τις ζωές των ανθρώπων που τα κατοικούν. Είναι οι φυλακές τους. Οι ένοικοί τους είναι εγκλωβισμένοι σ'αυτά ακόμα και από τα γούστα της κοινωνίας στην οποία ζουν. Στα σπίτια αυτά μαυσωλεία τα νεκρά άνθη, δίνουν έναν αέρα νεκρόσιμης τελετής.


Όσο για το σήμα κατατεθέν του, τους καθρέπτες δηλαδή, λέει : "What is interesting about a mirror is that it does not show yourself as you are, it shows you your own opposite." 

Φανταστείτε λοιπόν την ειρωνία όταν στο εκράν καθρεπτίζεται η ζωή στα εύπορα καθώς πρέπει αμερικάνικα προάστια του πενήντα.

Ο Sirk μετά το "Imitation of life" εγκαταλείπει τις ΗΠΑ, για ν'αποσυρθεί στο Λοκάρνο της Ελβετίας όπου και πεθαίνει το 1987.

* Οι δηλώσεις του Douglas Sirk προέρχονται από την συνέντευξή του στο Bright Lights Film Journal που δημοσιεύθηκε στo τεύχος 6 του 1977.